H διαταραχή του κινητικού συντονισμού μπορεί να οφείλεται σε κληρονομικά ή περιβαλλοντικά αίτια ή και σε συνδυασμό και των δύο αυτών παραγόντων. Σύμφωνα με τους Hamilton και Luttgens (2003), η ανθρώπινη σωματική κίνηση και απόδοση είναι το αποτέλεσμα πολλών και πολύπλοκων διεργασιών των κινητικών συστημάτων του ανθρώπινου οργανισμού όπως η φυσιολογία, η νευρολογία, η ψυχολογία, ανατομική κατασκευή-αναλογίες, καθώς και οι εμπειρίες, τα οποία είναι υπεύθυνα για τη μυϊκή σύσπαση.
Η αναπτυξιακή ενεργοποίηση του φλοιού του εγκεφάλου κατά την περίοδο ανάπτυξης του νηπίου εξαρτάται κατά πολύ από την άσκηση των μερών και οργάνων του σώματος με τα οποία σχετίζονται τα διάφορα κέντρα του εγκεφάλου (Sommerfelt & Sonnander et al.). Οι Kandell et al. (1999) αναφέρουν ότι η κίνηση ξεκινάει πρώτα από τον σχηματισμό μιας νοητικής εικόνας η οποία παράγεται στην περιοχή του εγκέφαλου και είναι υπεύθυνη για την κίνηση. Μπορεί λοιπόν η αιτία της έλλειψης κινητικού συντονισμού να βρίσκεται σε γνωστικό επίπεδο, στην επεξεργασία των πληροφοριών και στην αδυναμία της γνωστικής επεξεργασίας για την επίλυση του κινητικού προβλήματος (Wall et al., 1990). Η αιτία μπορεί να οφείλεται στην αργή ωρίμανση του εγκεφάλου και στη μυελίνωση των νευρικών δεντριτών (Kandell, Schwartz & Jessel, 1999; Wall, Reid & Paton, 1990).
Ο τρόπος με τον οποίο ένα παιδί εκτελεί μια κίνηση είναι ενδεικτικός του βαθμού έλλειψης κινητικού συντονισμού. Το παιδί μπορεί να τρέχει ή να κλωτσάει τη μπάλα, οι κινήσεις όμως που κάνει να είναι αδέξιες (υπάρχουν δεξιότητες αλλά αυτές υστερούν ποιοτικά) παρουσιάζεται δυσκολία στην οργάνωση και στον προγραμματισμό (πράξης) της κινητικής δραστηριότητας. Αυτό που είναι συνήθως αδιευκρίνιστο είναι το αίτιο της εμφάνισής των κινητικών διαταραχών.
Ένας περιοριστικός παράγοντας στην πρώιμη ανίχνευση της κινητικής αδεξιότητας είναι η συμπεριφορά του παιδιού σε σχέση με την αντιμετώπιση του προβλήματός του. Πιο συγκεκριμένα, ένα παιδί ήσυχο, κινητικά αδέξιο θα περάσει απαρατήρητο, ενώ ένα επιθετικό, υπερκινητικό παιδί θα ανιχνευθεί εύκολα και θα χαρακτηριστεί ως προβληματικό λόγω της αδυναμίας του στην ικανότητα συγκέντρωσης της προσοχής.
Διαχρονικές έρευνες διεξήχθησαν και ερευνούσαν τη σχέση των δυσκολιών κινητικού συντονισμού και των μαθησιακών δυσκολιών. Οι Bax & Whitmore (1987) εξέτασαν με ανιχνευτικά τεστ παιδιά που πήγαιναν πρώτη φορά στον παιδικό σταθμό. Διαπίστωσαν διαχρονικά ότι τα κινητικά αδέξια παιδιά στην Δ’ και Ε’ τάξη του δημοτικού σχολείου εμφάνιζαν πλέον μαθησιακές δυσκολίες και προβλήματα συμπεριφοράς σε τριπλάσια συχνότητα από τα άλλα παιδιά. Επίσης, σε άλλες έρευνες, όπως του Gillberg & Gillberg (1989), παρακολούθησαν παιδιά προσχολικής ηλικίας με προβλήματα έλλειψης κινητικού συντονισμού. Στα δεκατρία τους χρόνια τα παιδιά αυτά είχαν, σε σχέση με την ομάδα ελέγχου, μεγαλύτερη συχνότητα προβλημάτων επίδοσης και συμπεριφοράς. Έρευνες, πάλι σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, τονίζουν τη θετική σχέση κινητικής αδεξιότητας και ακαδημαϊκής απόδοσης.
Σύγχρονες επιστημονικές έρευνες προτείνουν ότι η πρώιμη ενασχόληση με διαφορετικές κινητικές εμπειρίες των παιδιών ακόμα και από την προσχολική ηλικία με κινητικές δραστηριότητες που προσφέρουν τα παιδαγωγικά προγράμματα ψυχοκινητικής, μουσικοκινητικής αλλά και η οργανωμένη άθληση αργότερα στον ελεύθερο χρόνο των παιδιών είναι ένας σημαντικός ρυθμιστικός παράγοντας που προάγει τη σωματική-κινητική δραστηριότητα και συμβάλλει στη διά βίου σωματική δραστηριότητα στα μικρά παιδιά, ειδικά στα κορίτσια (Mota, Silva, Santos, Ribeiro, Oliveira & Duarte, 2005).
Τα πρώιμα κινητικά βιώματα αποτελούν σημαντικό θετικό δείκτη και έχουν καθοριστικό ρόλο στη δυναμική της κινητικής ανάπτυξης των παιδιών (Salkind 1995). Τα παιδιά πρέπει να βιώνουν και να εξασκούνται καθημερινά με ποικίλα κινητικά ερεθίσματα. Με την εναλλαγή ποικίλων κινητικών ερεθισμάτων αυξάνουν οι κινητικές εμπειρίες των παιδιών, οι οποίες προάγουν την κινητική ανάπτυξη (Τρούλη & Βάμβουκας, 2002).
Είναι πολύ σημαντικό για τον παιδαγωγό και εκπαιδευτικό οποιασδήποτε βαθμίδας:
– Να αναγνωρίζει τα ανησυχητικά σημάδια των διαταραχών κινητικού συντονισμού.
– Να γνωρίσει τα σημαντικά αναπτυξιακά ορόσημα των χαρακτηριστικών και σταδίων της σωματικής και κινητικής ανάπτυξης
Επιπλέον, η γνώση αυτή οδηγεί τον παιδαγωγό στην κατανόηση των δυσκολιών, στην ενημέρωση των γονέων ώστε να γίνει αναπτυξιακή εξέταση για την εκτίμηση της κινητικής ανάπτυξης. Το αναπτυξιακό check up είναι ένας απλός και γρήγορος έλεγχος που εφαρμόζεται από τον αναπτυξιακό Εργοθεραπευτή, που ανιχνεύει εάν το παιδί έχει τις απαραίτητες ικανότητες και την ωριμότητα που χρειάζεται, σύμφωνα με τη χρονολογική του ηλικία, σε όλους τους τομείς ανάπτυξης. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της εξέτασης του παιδιού προτείνεται το καταλληλότερο θεραπευτικό πρόγραμμα με το οποίο θα επανεκπαιδευτεί το παιδί.
Η έγκαιρη διάγνωση οποιαδήποτε διαταραχής στην έλλειψη συντονισμού είναι μείζονος σημασίας και καθοριστική για το μέλλον της ψυχοκινητικής ανάπτυξης του παιδιού (Γιαγκάζογλου, 2001). Η ψυχοκινητική ανάπτυξη σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να είναι μερικώς ή πλήρως αναστρέψιμη με την κατάλληλη επανεκπαίδευση μέσα από την εργοθεραπεία. Για τα περισσότερα παιδιά που βιώνουν τους περιορισμούς που τους δημιουργεί η διαταραχή του κινητικού συντονισμού, τόσο στην καθημερινή τους ζωή αλλά και στις σχέσεις τους συνομηλίκους τους στις ομάδες αλλά και στην μια δύσκολη σχολική φοίτηση, η αιτία του προβλήματος δεν βρίσκεται στο επίπεδο της τάξης όπου έφτασαν, αλλά πιο πριν, στο επίπεδο των βάσεων. Ένα παιδί σίγουρο για τον εαυτό του πορεύεται με ένα τρόπο πολύ διαφορετικό από ένα άτολμο παιδί (De meuer & Staes, 1990).
Ράλλη Μαρία
Λογοθεραπεύτρια
Πηγή: onmed.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου